Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ένας άνδρας μόνος


Ο Φάρος πάνω από το λιμάνι, λίγο ποιο έξω από το Πόρτο Ροζάριο είχε την ίδια παράξενη όψη, κείνη που χαράχθηκε στα μάτια μου το πρώτο απόγευμα στο νησί. Μια αύρα αναμονής τύλιγε τους πέτρινους τοίχους του, μπερδεμένη με την αλμύρα και τα χιλιάδες βλέμματα των ναυτικών που τον κοιτούσαν χωμένοι στο απέραντο γαλάζιο. Ο Γεράι Κάστρο τα ξέρε όλα αυτά  και δεν ξαφνιάστηκε όταν κοντοστάθηκα και χάθηκα μέσα στις σκέψεις μου.

Ο Γεράι Κάστο ήταν ένα κάθαρμα. Ήταν ένα κάθαρμα με μία τεράστια καρδιά, που αγαπούσε τα μεγάλα κύματα, το διαλυμένο φορτηγάκι του και κάτι παράξενες μεξικάνικες μπίρες. Τον συμπάθησα μέσα σε δύο βλέμματα. Το ήξερε. Ήταν κάθαρμα γάυτό και το ήξερε.

Σε ένα σπίτι στο Κοραλένχο, στην άκρη του νησιού που οι άνεμοι παίζουν με τους καυτούς χρυσούς αμμόλοφους, ο Γεράι αγάπαγε την Σίλβια και μάθαινε σε περίεργους τύπους που ξέμεναν στο μέρος, πώς να ξεγελούν τον μεγάλο ωκεανό με την σανίδα τους. Εκεί τον βρήκα και εγώ, ζητώντας ένα μέρος να αράξω μέχρι το επόμενο καράβι.

Πίσω απ’τον παλιό φάρο, ένα διαβολεμένα ζεστό απόγευμα, κει που αραδιάζαμε μπίρες και στρίβαμε τσιγάρα, εκείνος μου είπε πως πάνω στα κύματα, μόνο εκεί πάνω, η καρδιά του έβραζε από αληθινό πόθο μα και οργή. Πάνω σε αυτά, σαν έκλεινε τα μάτια του αντίκριζε κείνο τον μπάσταρδο στα μάτια, κείνο που του κλέψε τη ζωή, τα όνειρα του, εκείνη. Έκλεινε τα μάτια του και γινόταν ένα με τον ωκεανό,τον απέραντο, και σαν ωκεανός έπεφτε πάνω σε εκείνον, σέρνοντας τον μαζί του στις ποιο σκοτεινές εφιαλτικές υγρές αβύσσους. Έπειτα αφρός κατάλευκος και χρυσός συνάμα, σαν τον περνούν οι ηλιαχτίδες, αγκάλιαζε αυτή ξανά, γινόταν ένα με τα μαλλιά της, τα δάχτυλα, τους ώμους, τους μηρούς της, τα χείλη της, ένα με τα δικά του. Αιώνιοι εραστές ενωμένοι, μπλεγμένοι στην αρμύρα, το φως και το απέραντο του ωκεανού, του υπέροχου γαλάζιου αυτού.

Δύο χρόνια μακριά από την Μαδρίτη και άλλα τόσα, που τα είχε μαζέψει όλα από την γκαρσονιέρα του, που δεν τηλεφώνησε ξανά  στον Γιόν, που παράτησε τον σκύλο του έξω από την πόρτα της Κριστίνα. Δύο χρόνια και άλλα τόσα, που είπε το γεμάτο ελπίδες επιστροφής αντίο στην Πιλάρ. Τέσσερα χρόνια από εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ στο πατρικό του, λίγο έξω από το Αλδεμορίλο. Τέσσερα χρόνια, από τότε που εκείνος ο μπάσταρδος έβαλε την φωτιά.

Εκείνο το απόγευμα ο ήλιος έκαιγε μανιασμένα το μέτωπα μας και το κορμί μας είχε βαπτιστεί από το αλάτι και την άμμο. Κείνο το απόγευμα είδα πως ο κύκλος του φευγιού μου είχε πλέον κλείσει, πως ήταν ώρα επιτέλους να γυρίσω πίσω. Πως πίσω δεν υπάρχουν στάχτες, υπάρχει ο Βασίλης, η Βούλα η Δήμητρα η Βάσω, ο Γρέγκ, ο Νώντας, ο Αντρέας ,η Γεωργία, ο Κώστας. Αυτοί και άλλοι και μία αρχή μαζί. Ήταν ώρα επιτέλους να αφήσω τις στάχτες που κουβάλαγα πάνω μου να τις παρασύρει ο υπέροχος αιώνιος γαλάζιος. Γιατί εκεί ανήκουν και μόνον εκεί.

Οι μπίρες μας είχαν ζεσταθεί και ο Γεράι Κάστρο άφησε για ακόμα μια φορά το βλέμμα του να τρέξει πάνω στα πελώρια κύματα, ψάχνοντας για την εξιλέωση. Το δικό μου είχε καρφωθεί ξανά στον φάρο. Έσβησα το τσιγάρο, χαιρέτησα από μακριά την Σίλβια και φανταστικά τα υπέροχα μαύρα μάτια της. Έσφιξα δυνατά το χέρι του Γεράι αφήνοντας του ένα ενθύμιο και τον αποχαιρέτησα. Έκπληξη! και μετά ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του.

Αν βιαζόμουν τώρα ίσως και να προλάβαινα το επόμενο καράβι, ήμουν αλώστε ελαφρότερος στις αποσκευές μου, κατά μια αγάπη λειψή και έναν σουγιά.